Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφαλαία
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικίσναμαι
περικίων
περικλαδής
περικλάζω
περικλαίω
View word page
περικέφαλον
top

ShortDef

top

Debugging

Headword:
περικέφαλον
Headword (normalized):
περικέφαλον
Headword (normalized/stripped):
περικεφαλον
IDX:
68599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68600
Key:

Data

{'content': 'top'}