Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἄγος2
ἀγοστός
ἄγουρος
ἄγρα
Ἄγρα
Ἀγραϊκός
Ἀγραῖος
ἀγραῖος
Ἀγραΐς
ἀγραμματία
ἀγράμματος
ἄγραμμος
ἄγραπτος
View word page
ἄγουρος
youth
ShortDef
youth
Debugging
Headword:
ἄγουρος
Headword (normalized):
ἄγουρος
Headword (normalized/stripped):
αγουρος
IDX:
685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-686
Key:
Data
{'content': 'youth'}