Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφαλαία
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
περίκηπος
περικινδυνευτικός
περικινέω
περικίσναμαι
περικίων
περικλαδής
View word page
περικεφαλαία
a covering for the head, a helmet, cap

ShortDef

a covering for the head, a helmet, cap

Debugging

Headword:
περικεφαλαία
Headword (normalized):
περικεφαλαία
Headword (normalized/stripped):
περικεφαλαια
IDX:
68597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68598
Key:

Data

{'content': 'a covering for the head, a helmet, cap'}