Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφαλαία
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
περίκηλος
View word page
περικεκαλυμμένως
covertly

ShortDef

covertly

Debugging

Headword:
περικεκαλυμμένως
Headword (normalized):
περικεκαλυμμένως
Headword (normalized/stripped):
περικεκαλυμμενως
IDX:
68591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68592
Key:

Data

{'content': 'covertly'}