Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφαλαία
περικεφάλαιος
περικέφαλον
περικήδομαι
View word page
περικείρω
to shear

ShortDef

to shear

Debugging

Headword:
περικείρω
Headword (normalized):
περικείρω
Headword (normalized/stripped):
περικειρω
IDX:
68590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68591
Key:

Data

{'content': 'to shear'}