Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
περικεντέω
περικεράννυμι
περικεράω
περικερδής
περικεφαλαία
View word page
περίκαυστος
consumed

ShortDef

consumed

Debugging

Headword:
περίκαυστος
Headword (normalized):
περίκαυστος
Headword (normalized/stripped):
περικαυστος
IDX:
68587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68588
Key:

Data

{'content': 'consumed'}