Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
περικεκλεισμένως
View word page
περικατέχω
shut in all round

ShortDef

shut in all round

Debugging

Headword:
περικατέχω
Headword (normalized):
περικατέχω
Headword (normalized/stripped):
περικατεχω
IDX:
68582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68583
Key:

Data

{'content': 'shut in all round'}