Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
περικείρω
περικεκαλυμμένως
View word page
περικατεάσσω
frango, infringo

ShortDef

frango, infringo

Debugging

Headword:
περικατεάσσω
Headword (normalized):
περικατεάσσω
Headword (normalized/stripped):
περικατεασσω
IDX:
68581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68582
Key:

Data

{'content': 'frango, infringo'}