Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
περίκαυστος
περίκειμαι
περικειμένως
View word page
περικατατίθεμαι
put round
ShortDef
put round
Debugging
Headword:
περικατατίθεμαι
Headword (normalized):
περικατατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
περικατατιθεμαι
IDX:
68579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68580
Key:
Data
{'content': 'put round'}