Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
περικαυστέον
View word page
περικαταρρήγνυμι
to tear off round about, strip off

ShortDef

to tear off round about, strip off

Debugging

Headword:
περικαταρρήγνυμι
Headword (normalized):
περικαταρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περικαταρρηγνυμι
IDX:
68576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68577
Key:

Data

{'content': 'to tear off round about, strip off'}