Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
περίκαυσις
View word page
περικαταρρέω
to fall in and go to ruin

ShortDef

to fall in and go to ruin

Debugging

Headword:
περικαταρρέω
Headword (normalized):
περικαταρρέω
Headword (normalized/stripped):
περικαταρρεω
IDX:
68575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68576
Key:

Data

{'content': 'to fall in and go to ruin'}