Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
περικατωτροπή
View word page
περικαταπίπτω
fall down upon

ShortDef

fall down upon

Debugging

Headword:
περικαταπίπτω
Headword (normalized):
περικαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
περικαταπιπτω
IDX:
68574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68575
Key:

Data

{'content': 'fall down upon'}