Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
περικάτω
View word page
περικαταμάσσω
detergo

ShortDef

detergo

Debugging

Headword:
περικαταμάσσω
Headword (normalized):
περικαταμάσσω
Headword (normalized/stripped):
περικαταμασσω
IDX:
68573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68574
Key:

Data

{'content': 'detergo'}