Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
περικαταχέω
περικατεάσσω
περικατέχω
View word page
περικατάληψις
overtaking

ShortDef

overtaking

Debugging

Headword:
περικατάληψις
Headword (normalized):
περικατάληψις
Headword (normalized/stripped):
περικαταληψις
IDX:
68572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68573
Key:

Data

{'content': 'overtaking'}