Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικάμπτω
περίκαμψις
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
περικατασφάζω
περικατατίθεμαι
View word page
περικαταλαμβάνω
embrace, enclose, hem in on all sides
ShortDef
embrace, enclose, hem in on all sides
Debugging
Headword:
περικαταλαμβάνω
Headword (normalized):
περικαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
περικαταλαμβανω
IDX:
68569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68570
Key:
Data
{'content': 'embrace, enclose, hem in on all sides'}