Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
View word page
ἀνδραποδωδία
servility
ShortDef
servility
Debugging
Headword:
ἀνδραποδωδία
Headword (normalized):
ἀνδραποδωδία
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδωδια
IDX:
6856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6857
Key:
Data
{'content': 'servility'}