Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαμπή
περικαμπής
περικάμπτω
περίκαμψις
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
περικαταρρέω
περικαταρρήγνυμι
περικαταστρέφω
View word page
περικατάγνυμι
break all round

ShortDef

break all round

Debugging

Headword:
περικατάγνυμι
Headword (normalized):
περικατάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
περικαταγνυμι
IDX:
68567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68568
Key:

Data

{'content': 'break all round'}