Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περικάμπτω
περίκαμψις
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
περικατάληψις
περικαταμάσσω
περικαταπίπτω
View word page
περικαρφισμός
covering oneself with chaff

ShortDef

covering oneself with chaff

Debugging

Headword:
περικαρφισμός
Headword (normalized):
περικαρφισμός
Headword (normalized/stripped):
περικαρφισμος
IDX:
68564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68565
Key:

Data

{'content': 'covering oneself with chaff'}