Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περικάμπτω
περίκαμψις
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
περικατάληπτος
View word page
περικάρδιος
about
ShortDef
about
Debugging
Headword:
περικάρδιος
Headword (normalized):
περικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
περικαρδιος
IDX:
68561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68562
Key:
Data
{'content': 'about'}