Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περικάμπτω
περίκαμψις
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
περικατακλάω
περικαταλαμβάνω
περικαταλείπω
View word page
περίκαμψις
tergiversatio

ShortDef

tergiversatio

Debugging

Headword:
περίκαμψις
Headword (normalized):
περίκαμψις
Headword (normalized/stripped):
περικαμψις
IDX:
68560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68561
Key:

Data

{'content': 'tergiversatio'}