Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
View word page
ἀνδραποδώδης
slavish, servile, abject

ShortDef

slavish, servile, abject

Debugging

Headword:
ἀνδραποδώδης
Headword (normalized):
ἀνδραποδώδης
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδωδης
IDX:
6855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6856
Key:

Data

{'content': 'slavish, servile, abject'}