Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικάκησις
περίκακος
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
περικάμπτω
περίκαμψις
περικάρδιος
περικαρπιάκανθος
περικάρπιον
περικαρφισμός
περικαταβάλλω
περικαταγματική
περικατάγνυμι
View word page
περικαμπή
bending round
ShortDef
bending round
Debugging
Headword:
περικαμπή
Headword (normalized):
περικαμπή
Headword (normalized/stripped):
περικαμπη
IDX:
68557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68558
Key:
Data
{'content': 'bending round'}