Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
View word page
ἀνδράποδον
one taken in war and sold as a slave, a captive
ShortDef
one taken in war and sold as a slave, a captive
Debugging
Headword:
ἀνδράποδον
Headword (normalized):
ἀνδράποδον
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδον
IDX:
6854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6855
Key:
Data
{'content': 'one taken in war and sold as a slave, a captive'}