Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
περικαμπή
περικαμπής
View word page
περίκακος
very bad
ShortDef
very bad
Debugging
Headword:
περίκακος
Headword (normalized):
περίκακος
Headword (normalized/stripped):
περικακος
IDX:
68548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68549
Key:
Data
{'content': 'very bad'}