Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
περικαλυφή
περικάμνω
View word page
περικακέω
to be in extreme ill-luck

ShortDef

to be in extreme ill-luck

Debugging

Headword:
περικακέω
Headword (normalized):
περικακέω
Headword (normalized/stripped):
περικακεω
IDX:
68546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68547
Key:

Data

{'content': 'to be in extreme ill-luck'}