Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
περικαλύπτω
View word page
περικαίνυμαι
overcome

ShortDef

overcome

Debugging

Headword:
περικαίνυμαι
Headword (normalized):
περικαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
περικαινυμαι
IDX:
68544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68545
Key:

Data

{'content': 'overcome'}