Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
περικάλυμμα
περικαλυπτέα
View word page
περικαθίσταμαι
take up position around, invest
ShortDef
take up position around, invest
Debugging
Headword:
περικαθίσταμαι
Headword (normalized):
περικαθίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
περικαθισταμαι
IDX:
68543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68544
Key:
Data
{'content': 'take up position around, invest'}