Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
περικαίνυμαι
περικαίω
περικακέω
περικάκησις
περίκακος
περικαλίνδησις
περικαλλής
Περικαλλίμαχοι
View word page
περικαθίζω
cause to sit around, mid. sit down around, invest

ShortDef

cause to sit around, mid. sit down around, invest

Debugging

Headword:
περικαθίζω
Headword (normalized):
περικαθίζω
Headword (normalized/stripped):
περικαθιζω
IDX:
68541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68542
Key:

Data

{'content': 'cause to sit around, mid. sit down around, invest'}