Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀνδραίμων
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδράχλη
ἄνδραχνος
ἀνδρεία
View word page
ἀνδραποδοκλέπτης
slave-stealer

ShortDef

slave-stealer

Debugging

Headword:
ἀνδραποδοκλέπτης
Headword (normalized):
ἀνδραποδοκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδοκλεπτης
IDX:
6853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6854
Key:

Data

{'content': 'slave-stealer'}