Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
περικαθίζω
περικάθισις
περικαθίσταμαι
View word page
περικαθάπτω
to fasten, to put on

ShortDef

to fasten, to put on

Debugging

Headword:
περικαθάπτω
Headword (normalized):
περικαθάπτω
Headword (normalized/stripped):
περικαθαπτω
IDX:
68533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68534
Key:

Data

{'content': 'to fasten, to put on'}