Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
περικαθαρτής
περικάθημαι
περικαθίεμαι
View word page
περικαγχαλάω
exult exceedingly

ShortDef

exult exceedingly

Debugging

Headword:
περικαγχαλάω
Headword (normalized):
περικαγχαλάω
Headword (normalized/stripped):
περικαγχαλαω
IDX:
68530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68531
Key:

Data

{'content': 'exult exceedingly'}