Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
περικάθαρμα
περικάθαρσις
περικαθαρτήρια
View word page
περιισχναίνομαι
become exceedingly attenuated
ShortDef
become exceedingly attenuated
Debugging
Headword:
περιισχναίνομαι
Headword (normalized):
περιισχναίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιισχναινομαι
IDX:
68527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68528
Key:
Data
{'content': 'become exceedingly attenuated'}