Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικαής
περικαθαίρω
περικαθάπτω
περικαθαρίζω
View word page
περιιππεύω
to ride round
ShortDef
to ride round
Debugging
Headword:
περιιππεύω
Headword (normalized):
περιιππεύω
Headword (normalized/stripped):
περιιππευω
IDX:
68524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68525
Key:
Data
{'content': 'to ride round'}