Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιιτέον
περιιχνεύω
περικαγχαλάω
περικαής
περικαθαίρω
View word page
περιίζομαι
to sit round about

ShortDef

to sit round about

Debugging

Headword:
περιίζομαι
Headword (normalized):
περιίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιιζομαι
IDX:
68522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68523
Key:

Data

{'content': 'to sit round about'}