Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
περιισχναίνομαι
περιιτέον
View word page
περιιδνόομαι
become bent

ShortDef

become bent

Debugging

Headword:
περιιδνόομαι
Headword (normalized):
περιιδνόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιιδνοομαι
IDX:
68518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68519
Key:

Data

{'content': 'become bent'}