Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
περιίστημι
View word page
περιιάπτω
to wound all round

ShortDef

to wound all round

Debugging

Headword:
περιιάπτω
Headword (normalized):
περιιάπτω
Headword (normalized/stripped):
περιιαπτω
IDX:
68516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68517
Key:

Data

{'content': 'to wound all round'}