Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
περίισος
View word page
περιιάλλω
put around

ShortDef

put around

Debugging

Headword:
περιιάλλω
Headword (normalized):
περιιάλλω
Headword (normalized/stripped):
περιιαλλω
IDX:
68515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68516
Key:

Data

{'content': 'put around'}