Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιθριγκόω
περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
περιιάχω
περιιδνόομαι
περιιδρόω
περιιδρύομαι
περιίδρωσις
περιίζομαι
περιικνέομαι
περιιππεύω
View word page
περίθυρον
door-way

ShortDef

door-way

Debugging

Headword:
περίθυρον
Headword (normalized):
περίθυρον
Headword (normalized/stripped):
περιθυρον
IDX:
68514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68515
Key:

Data

{'content': 'door-way'}