Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
Ἀνδραιμονίδης
Ἀνδραίμων
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
ἀνδραποδωνία
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
View word page
ἀνδραποδιστής
a slave-dealer, kidnapper

ShortDef

a slave-dealer, kidnapper

Debugging

Headword:
ἀνδραποδιστής
Headword (normalized):
ἀνδραποδιστής
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδιστης
IDX:
6850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6851
Key:

Data

{'content': 'a slave-dealer, kidnapper'}