Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιθήκη
περίθλασις
περιθλάω
περιθλίβω
περιθνῄσκω
περιθραύω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
περιιάλλω
περιιάπτω
View word page
περιθρομβόομαι
to be clotted up

ShortDef

to be clotted up

Debugging

Headword:
περιθρομβόομαι
Headword (normalized):
περιθρομβόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιθρομβοομαι
IDX:
68506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68507
Key:

Data

{'content': 'to be clotted up'}