Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιθέω
περιθεωρέω
περιθήκη
περίθλασις
περιθλάω
περιθλίβω
περιθνῄσκω
περιθραύω
περιθρεκτέον
περιθρηνέομαι
περιθριγκόω
περίθριξ
περιθρομβόομαι
περιθρόνιος
περιθρυλέω
περιθρύλητος
περιθρύπτω
περιθυμιάω
περίθυμος
περιθυρέω
περίθυρον
View word page
περιθριγκόω
to edge
ShortDef
to edge
Debugging
Headword:
περιθριγκόω
Headword (normalized):
περιθριγκόω
Headword (normalized/stripped):
περιθριγκοω
IDX:
68504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68505
Key:
Data
{'content': 'to edge'}