Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
Ἀνδραιμονίδης
Ἀνδραίμων
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδραποδωδία
ἀνδραποδώνης
View word page
ἀνδραπόδισις
enslaving
ShortDef
enslaving
Debugging
Headword:
ἀνδραπόδισις
Headword (normalized):
ἀνδραπόδισις
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδισις
IDX:
6847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6848
Key:
Data
{'content': 'enslaving'}