Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήθημα
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
περιθαλπής
περιθαλπτέον
περιθάλπω
περιθαμβής
περιθαρσής
περιθαρσύνω
View word page
περιημεκτέω
to be much aggrieved, to chafe greatly at
ShortDef
to be much aggrieved, to chafe greatly at
Debugging
Headword:
περιημεκτέω
Headword (normalized):
περιημεκτέω
Headword (normalized/stripped):
περιημεκτεω
IDX:
68473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68474
Key:
Data
{'content': 'to be much aggrieved, to chafe greatly at'}