Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήθημα
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
περιθαλπής
περιθαλπτέον
περιθάλπω
περιθαμβής
View word page
περιήκω
to have come round to one

ShortDef

to have come round to one

Debugging

Headword:
περιήκω
Headword (normalized):
περιήκω
Headword (normalized/stripped):
περιηκω
IDX:
68471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68472
Key:

Data

{'content': 'to have come round to one'}