Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήθημα
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
περιθαλπής
περιθαλπτέον
περιθάλπω
View word page
περιήθημα
that which drains off, drainings, filtrate
ShortDef
that which drains off, drainings, filtrate
Debugging
Headword:
περιήθημα
Headword (normalized):
περιήθημα
Headword (normalized/stripped):
περιηθημα
IDX:
68470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68471
Key:
Data
{'content': 'that which drains off, drainings, filtrate'}