Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήθημα
περιήκω
περιήλυσις
περιημεκτέω
περιηχέω
περιήχημα
περιήχησις
περιηχητικός
περιθαλπής
View word page
περιηγητικός
of or befitting a περιηγητής, traditional
ShortDef
of or befitting a περιηγητής, traditional
Debugging
Headword:
περιηγητικός
Headword (normalized):
περιηγητικός
Headword (normalized/stripped):
περιηγητικος
IDX:
68468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68469
Key:
Data
{'content': 'of or befitting a περιηγητής, traditional'}