Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήθημα
περιήκω
περιήλυσις
View word page
περιηγέομαι
to lead round

ShortDef

to lead round

Debugging

Headword:
περιηγέομαι
Headword (normalized):
περιηγέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιηγεομαι
IDX:
68462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68463
Key:

Data

{'content': 'to lead round'}