Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
περιηγητός
περιήθημα
περιήκω
View word page
περιζώστρα
an apron

ShortDef

an apron

Debugging

Headword:
περιζώστρα
Headword (normalized):
περιζώστρα
Headword (normalized/stripped):
περιζωστρα
IDX:
68461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68462
Key:

Data

{'content': 'an apron'}