Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδραγαθικός
ἀνδράγρια
ἄνδραγχος
ἀνδράδελφος
Ἀνδραιμονίδης
Ἀνδραίμων
ἀνδρακάς
ἀνδρακάς2
ἀνδραποδίζω
ἀνδραπόδισις
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστήριος
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστικός
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδραποδοκλέπτης
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
View word page
ἀνδρακάς2
a man's portion

ShortDef

man by man
a man's portion

Debugging

Headword:
ἀνδρακάς2
Headword (normalized):
ἀνδρακάς
Headword (normalized/stripped):
ανδρακας2
IDX:
6845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6846
Key:

Data

{'content': "a man's portion"}