Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίεφθος
περιεχής
περιέχω
περιζαμενῶς
περιζαφελῶς
περιζεύγνυμι
περιζέω
περίζυγον
περίζυξ
περίζωμα
περιζωματίας
περιζώννυμι
περίζωσις
περιζώστρα
περιηγέομαι
περιήγημα
περιηγηματικός
περιηγής
περιήγησις
περιηγητής
περιηγητικός
View word page
περιζωματίας
affecting the waist

ShortDef

affecting the waist

Debugging

Headword:
περιζωματίας
Headword (normalized):
περιζωματίας
Headword (normalized/stripped):
περιζωματιας
IDX:
68458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68459
Key:

Data

{'content': 'affecting the waist'}